9 Οκτ 2011

«ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΛΙΚΑΡΙΟΥ»

Στις 13 Οκτωβρίου συμπληρώνονται  107 χρόνια από το θάνατο του μακεδονομάχου Παύλου Μελά, του ανθρώπου που θεώρησε την τύχη της Μακεδονίας υπόθεση του προσωπική. Ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε στη Μασσαλία της Γαλλίας και, σπούδασε στην Αθήνα στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων απ' όπου αποφοίτησε ως ανθυπολοχαγός του πυροβολικού το 1891. Στα 1904 υπήρξε από τους πρώτους που εντάχθηκαν στο νεοιδρυθέν  Μακεδονικό κομιτάτο, μια πολιτική οργάνωση που ιδρύθηκε από τον δημοσιογράφο Δ. Καλαποθάκη με σκοπό την αφύπνιση του ελληνισμού για απελευθέρωση της Μακεδονίας.
Ο Π.Μ. μπαίνει για πρώτη φορά στη Μακεδονία τον Φεβρουάριο του 1904, μαζί με τον Κοντούλη, τον Παπούλα και τον Κολοκοτρώνη με κυβερνητική εντολή. Φθάνοντας ενημερώνεται για τη  κατάσταση, συμπάσχει με τους ντόπιους και τους εμψυχώνει, αλλά η παρουσία του γίνεται αντιληπτή από τους Τούρκους , γι αυτό και σύντομα τον ανακαλούν. Παρά τη θέλησή του αναγκάζεται να υπακούσει. Για δεύτερη φορά ,στις 9 Ιουλίου 1904 παίρνει εικοσαήμερη άδεια από το διοικητή του  και επιστρέφει μυστικά ως ζωέμπορος με το όνομα Πέτρος Δέδες .'Ετσι ξεκινά για την καινούρια του αποστολή, που την έχει αποφασίσει μόνος του. Μετά από ένα δύσκολο και επικίνδυνο ταξίδι φθάνει στην Κοζάνη στις 19 Ιουλίου 1904. Στην Κοζάνη  και στη Σιάτιστα συμβουλεύει και οργανώνει τον Αγώνα. Όταν η άδεια του τελειώνει ζητά έγκριση , για να παραμείνει αλλά απορρίπτεται και αναγκάζεται να επιστρέψει. Γυρίζει πίσω, παρουσιάζεται στον πρωθυπουργό Θεοτόκη και αφού του εκθέτει την κατάσταση του ζητά άδεια να γυρίσει στη Μακεδονία. Έτσι, για τρίτη και τελευταία φορά περνά τα σύνορα από τη μεριά της Κοζάνης στις 27 Αυγούστου του 1904 με σώμα 35 ανδρών από Μακεδόνες, Κρητικούς, Λάκωνες κλπ., ως αρχηγός των Σωμάτων Μοναστηρίου – Καστοριάς. Τώρα οι συνθήκες είναι πολύ καλύτερες , γιατί ο Λάμπρος Κορομηλάς έχει οργανώσει τη δράση των Ελλήνων Αξιωματικών και των αντάρτικων ομάδων στην Κεντρική και Ανατολική κυρίως Μακεδονία ενώ οι δισταγμοί έχουν παραμεριστεί και η ιδέα του ένοπλου αγώνα έχει ωριμάσει. Ο Παύλος αναλαμβάνει τη γενική αρχηγία των σωμάτων στις περιφέρειες Μοναστηριού και Καστοριάς με το ψευδώνυμο καπετάν Μίκης Ζέζας, σύνθεση των ονομάτων των παιδιών του, Μίκη και Ζωής. Ο Παύλος Μελάς αρχίζει αμέσως τις επιθέσεις εναντίον των Βούλγαρων Κομιτατζήδων για να ξεκαθαρίσει την περιοχή, αλλά και για να οργανώσει την τοπική άμυνα. Κέντρο των επιχειρήσεών του ήταν τα χωριά Νεγοβάνη και Λέχοβο. . Παράλληλα, το σώμα του ενισχύεται και με ντόπιους και φθάνει τώρα τα 50 άτομα, ενώ η παρουσία του εμπνέει ασφάλεια στους χωρικούς. Στο μεταξύ η δράση του γίνεται γνωστή στους Τούρκους που αρχίζουν να τον καταδιώκουν με φανατισμό. Παρά τις συνεχείς διώξεις του Οθωμανικού στρατού ο Παύλος Μελάς άρχισε να αποδεκατίζει τις βουλγαρικές ομάδες.
Στις 13 Οκτωβρίου 1904 κι ενώ βαδίζει για να συναντηθεί με άλλο σώμα Ελλήνων ανταρτών, σταματά στο χωριό Σιάτιστα, για να ξεκουράσει τους άνδρες του. Εκεί ένα τούρκικο απόσπασμα 150 ανδρών ,ειδοποιημένο από τη   συμμορία κομιτατζήδων του Μήτρου Βλάχου, κύκλωνει το το σπίτι στο οποίο βρίσκεται .Έπειτα από γενναία άμυνα δύο ωρών αποφάσιζει ο ίδιος και οι άνδρες του έξοδο. Ο Παύλος Μελάς ορμά πρώτος και  πληγώνεται θανάσιμα όταν κάποια σφαίρα τον βρίσκει στην οσφυική χώρα. Καθώς ψυχορραγεί παραγγέλνει σε έναν σύντροφο "... Το σταυρό να τον δώσεις στη γυναίκα μου και το τουφέκι του Μίκη και να τους πεις ότι το καθήκον μου έκαμα ..."ενώ η τελευταία του φράση μνημονεύεται πως είναι: "Βούλγαρος να μη μείνει"
Για να μην πέσει η σωρός του στα χέρια των Τούρκων, αλλά και για να μη γίνει γνωστός ο θάνατος του στους Τούρκους  ο Ντίνας, ένα από τα πρωτοπαλίκαρά του ,κόβει  με το σπαθί του το κεφάλι  του ήρωα και θάβει  το ακέφαλο σώμα του σ' έναν πρόχειρο τάφο εκεί όπου είχε σκοτωθεί ενώ σ' ένα σπίτι στην άκρη του χωριού θάβει και την κεφαλή του Παύλου Μελά. Αργότερα το σώμα του και η κεφαλή του μαζί τάφηκαν από τον Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη  - σε αντίδραση Τούρκων και Βούλγαρων - στο Πισοδέρι Καστοριάς σε αφανή τάφο κάτω από την Αγία Τράπεζα του παρεκκλησίου της Αγ. Παρασκευής.
Ο λαός θρήνησε το θάνατο του παλικαριού με στίχους που εκφράζουν το θαυμασμό αλλά και την ανείπωτη θλίψη για το χαμό του ήρωα:
 Τι έχουν τα ψηλά βουνά και βαριαναστενάζουν; μήνα τα χιόνια τα βαρούν, μήνα οπι βροχές τα δέρνουν;
Το Μικεζέ σκοτώσανε τον πρώτο καπετάνιο. Βούλγαροι τον προδώσανε και Τούρκοι τον εκρεμάσαν.
Ποιος είν' άξιος κι ογλήγορος, άξιος και παλληκάρι
Για να διαβή τα σύνορα, να πάη στην Αθήνα. Να πάη να πη της Παύλαινας της μικροπαντρεμένης, Να μην αλλάξη τη Λαμπρή, φλωριά να μη κρέμαση.
Τον Παύλο τον σκοτώσανε μες τη Μακεδονία.
Μαύρα πουλιά τον τρώγανε κι' άσπρα τον τριγυρνάνε
.

Ο Κωστής Παλαμάς αφιέρωσε τους παρακάτω στίχους στον ήρωα:

«Σε κλαίει λαός. Πάντα χλωρό να σειέται το χορτάρι στον τόπο που σε πλάγιασε το βόλι, ω παληκάρι!
Πανάλαφρος ο ύπνος σου, του Απρίλη τα πουλιά
Σαν του σπιτιού σου να τ'; ακούς λογάκια και φιλιά
Και να σου φτάνουν του σκληρού χειμώνα οι καταρράκτες
Σαν τουφεκιού αστραπόβροντα και σαν πολέμου κράχτες,
Πλατιά του ονείρου μας η γή και απόμακρη. Και γέρνεις εκεί και σβείς γοργά.
Ιερή στιγμή. Σαν πιο πλατιά τη δείχνεις και τη φέρνεις σαν πιο κοντά».

Δεν υπάρχουν σχόλια: