31 Ιαν 2014

«Από τι ζουν οι άνθρωποι»

   Υπάρχουν κάτι μέρες που δεν κυλάνε εύκολα. Βγαίνεις έξω, βλέπεις τα ερείπια των μαγαζιών, των ανθρώπων, να στοιβάζονται κάθε μέρα πάνω σε άλλα ερείπια, τα πρόσωπα κοκαλωμένα από τον φόβο, την αγωνία της επιβίωσης, τον μόχθο για το μεροκάματο και σου ’ρχεται να γυρίσεις τρέχοντας πίσω σπίτι σου να κουκουλωθείς κάτω απ’ την κουβέρτα και να κλείσεις την πόρτα. Και συχνά, αυτό κάνεις.
   Υπάρχουν όμως και κάτι άλλες στιγμές, ευτυχώς, που σε πιάνει μια τρέλα και λες: αφού υπάρχει το σκοτάδι, το βλέπω, το ψηλαφώ, στο κέντρο του βρίσκομαι, δεν μπορεί, θα υπάρχει και το φως. Και για να μην παγώσεις εντελώς, ή έστω και μισοπαγωμένος, το ψάχνεις. Και το βρίσκεις εκεί όπου δεν το έψαχνες, δεν το περίμενες. Δεν σε ζεσταίνει σαν κουβέρτα, σε καίει σαν χιόνι. Έτσι είναι η αλήθεια. Δεν είναι «χουχουλιάρικη», ούτε βολική, σε τσούζει, σε ξυπνάει. Κι η αλήθεια είναι μία. Πολλά λέμε, πολλά θέμε, πολύ λίγα κάνουμε. Η όποια πορεία προς το όποιο φως, περνάει πρώτα από αυτή τη σκληρή συνειδητοποίηση. Την επίγνωση της ανεπάρκειάς μας. Αυτό το κομμάτι της αυτογνωσίας είναι μάλλον το πιο λεπτό, το πιο δύσκολο επειδή έτσι είμαστε οι άνθρωποι: εύκολα κατηγορούμε αλλά πολύ δύσκολα κάνουμε. Γιατί; Γιατί κάτι τόσο αυτονόητο να είναι άραγε και τόσο «εμποδισμένο»;
   Αυτά τα στοιχειώδη, απλά και όχι απλοϊκά ερωτήματα μας απασχόλησαν στους μήνες των προβών, στην προσπάθεια να δραματοποιήσουμε αυτό το τόσο μικρό αλλά τόσο πλούσιο διήγημα του Τολστόι, το «Από τι ζουν οι άνθρωποι». Γιατί το διήγημα αυτό είναι ένα παραμύθι, μία παραβολή, όπου το καλό θριαμβεύει αυτονόητα, όπως σε όλα τα παραμύθια. Όμως γύρω μας δεν το βλέπουμε να θριαμβεύει, κάθε άλλο, μόνο σε μεμονωμένες περιπτώσεις.
  Και η καλοσύνη, η αγάπη όλα αυτά για τα οποία μιλάει ο γερο-Τολστόι, προς το παρόν είναι απλώς ένα χαμένο στοίχημα για την ανθρωπότητα, μάλλον το μεγαλύτερο χαμένο στοίχημα. Αγάπα τον διπλανό σου όπως τον εαυτό σου. Λόγια που αν τα ακούσουμε πραγματικά, ξεπλένοντας τ’ αυτιά μας -που σε ορισμένα πράγματα, επειδή είναι κακοποιημένα παιδιόθεν, κλείνουν ερμητικά]- είναι μάλλον ό,τι πιο ανατρεπτικό έχει ποτέ ειπωθεί, με την έννοια ότι αυτή η απόσταση που μοιάζει να είναι μιας σπιθαμής, είναι μάλλον μεγάλη σαν από ’δώ μέχρι τον ουρανό… και ακούστε τώρα, παραμονές καινούριου χρόνου, τι μου συνέβηκε όχι στη μακρινή Ρωσία του Τολστόι, αλλά εδώ, εδώ, στην κακοπαθημένη μας Ασκληπιού, και δεν είναι παραμύθι, αλλά αλήθεια, και αυτή διαλέγω για να τελειώσω το κείμενό μου αυτό:
  Μηχανάκι χαλασμένο, μακριά απ’ το σπίτι, μπροστά ανηφόρα, αδύνατον να το γυρίσεις πίσω στο γκαράζ. Ψιλοβρέχει. Ρωτάς έναν περαστικό «μήπως μπορείτε να ρίξετε μια γκαζιά με το πεντάλ, δεν έχω δύναμη στα πόδια… Ο πρώτος κάνει τον κουφό, ο δεύτερος μάλλον είναι στ’ αλήθεια κουφός, ο τρίτος δέησε αλλά εις μάτην. Συνεργεία τώρα. Τηλέφωνα: Ο πρώτος μου λέει να φωνάξω γερανό να του το πάω, 35 ευρώ, τί να σας κάνω… Ο δεύτερος δεν επιδιορθώνει τέτοια μηχανάκια… Απογοητευμένη αποφασίζω να το αφήσω στην τύχη του ώσπου κάποιος περαστικός μου λέει “έχει κι ένα εδώ στη Λασκάρεως, δεν δοκιμάζετε;». Σούρνομαι ως εκεί, βγαίνει ένας συμπαθέστατος άνθρωπος «Με συγχωρείτε. Έχει μείνει το μηχανάκι μου εκεί ψηλά, στην Ασκληπιού και….» με διακόπτει. «Ε, καλά, άσε το κλειδί, θα το φέρω, θα το φτιάξω και πάρε με σε μία ώρα. Ναι, το ’φτιαξε. Ναι, δεν μου πήρε λεφτά. Του πήγα δύο σπιτικές μαρμελάδες που είχα σπίτι και τον κάλεσα στο θέατρο. Ήρθε την άλλη μέρα, με τη γυναίκα του και μια ανθοδέσμη. Απλά, πολύ απλά πράγματα. Ναι, κάτι μέρες, κάτι στιγμές, υπάρχουν κι αυτά. Ευτυχώς.
ΟΛΙΑ ΛΑΖΑΡΙΔΟΥ


Δεν υπάρχουν σχόλια: