12 Μαρ 2013

Σαν σήμερα: 12 Μαρτίου γέννηση Μάνου Ελευθερίου



Μάνος Ελευθερίου, Ο μάστορας του λόγου

   Ο Μάνος Ελευθερίου ανήκει στη γενιά των αγιασμένων δημιουργών της μεταπολιτευτικής περιόδου, γράφοντας τους στίχους για πάνω από 400 τραγούδια, τα οποία «φόρεσαν» τις μελωδίες των σπουδαιότερων Ελλήνων συνθετών. Είναι από τους πιο μορφωμένους και καλλιεργημένους δημιουργούς που μπορεί να αποτυπώσει τις σκέψεις του, διαχειριζόμενος εξαιρετικά το λόγο, κάνοντάς τον εργαλείο, πότε για θρέψει το νου και πότε για να χτυπήσει κατευθείαν στην καρδιά χωρίς πολλά πολλά.


   Είναι ένας κοσμοπολίτης λόγιος που κοιτάζει κλεφτά τους ανθρώπους. Τους παρατηρεί, προσπαθώντας να νιώσει μέσα σε μια ματιά όλη τους την πορεία ως τώρα, όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες, όλα τα μεράκια και όλο το φάσμα των συναισθημάτων και μ’ αυτά ακριβώς να κάνει τις λέξεις να χοροπηδάνε πάνω στο χαρτί καθώς θα στροβιλίζονται στις νότες.


Ο Ευγενής της Σύρας

Ο Μάνος Ελευθερίου γεννήθηκε στις 12 Μαρτίου 1938 στην Ερμούπολη της Σύρου. Από μικρός διάβαζε πολύ λογοτεχνία. Στα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, οι «δάσκαλοί» του ήταν άνθρωποι που ζούσαν με το τίποτα και σ’ αυτό έδιναν αξία και μορφή, μετατρέποντάς το σε γνώση και σοφία που κανένα πανεπιστήμιο δεν μπορεί να προσφέρει. Αυτές είναι και οι λαϊκές του καταβολές.


Παράλληλα, τον στιγμάτισαν πολύ τα ιερά κείμενα που διάβαζε και διαβάζει ακόμα με κατάνυξη. Ανακάλυπτε πάντοτε σ’ αυτά μιαν αλλιώτικη αίσθηση που του ηλέκτριζε την ψυχή. Από παιδί είχε μια αδυναμία στην ελληνική γλώσσα που τον έκανε να σκαλίζει ό,τι βιβλίο έπεφτε στα χέρια του, με μια λαχτάρα να ρουφήξει τον κόσμο όλο μέσα σε λίγες γραμμές.


Στο συναπάντημα με την τέχνη του λόγου

Σε ηλικία 24 ετών ξεκίνησε το ταξίδι του στις λέξεις εγκαινιάζοντας τον ποιητικό χρόνο με την πρώτη του ποιητική συλλογή «Συνοικισμός». Δύο χρόνια αργότερα, εξέδωσε δύο διηγήματα, ενώ εισέρχεται στο χώρο της δισκογραφίας με τους στίχους από τους «Ρημαγμένους Κήπους» σε συνθέσεις του Χρήστου Λεοντή.

Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας, γράφει 12 τραγούδια απολύτως βιωματικά, όπως «Νυχτερίδα», «Το τρένο φεύγει στις οχτώ» και άλλα, και με τη συμβολή του Φώντα Λάδη, φτάνουν στα χέρια του Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος τα ντύνει με εξαιρετικές μελωδίες. 
  Δυστυχώς, η δικτατορία ανακόπτει την κυκλοφορία του δίσκου, ο οποίος κυκλοφορεί το ‘70 στο Παρίσι. Το 1965 γίνεται και η πρώτη τους επίσημη πια γνωριμία. Το 1971 η συνεργασία με το Δήμο Μούτση και ο δίσκος  «Άγιος Φεβρουάριος» τον οδηγούν αργότερα στη «Θητεία» με το Γιάννη Μαρκόπουλο, για να καθιερωθεί γερά στον κατάλογο των δημιουργών που συμμετέχουν στα πιο περιζήτητα στιχουργικά δρώμενα.


Στο ταξίδι των τραγουδιών

   Έχει συνεργαστεί με σπουδαίους συνθέτες, όπως ο Σταύρος Κουγιουμτζής, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Χρήστος Νικολόπουλος, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Γιάννης Σπανός και πάρα πολλοί ακόμα. Δημιούργησε διαχρονικά και αληθινά τραγούδια που μιλάνε για τη ζωή σε όλες της τις εκδοχές, ξετυλίγοντας το κουβάρι της ανθρώπινης φύσης. Τραγούδια του Ελευθερίου ερμήνευσαν εξαιρετικοί τραγουδιστές, όπως ο Χαράλαμπος Γαργανουράκης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Δημήτρης Μητροπάνος, ο Γιώργος Νταλάρας, η Βίκυ Μοσχολιού, ο Χρήστος Θηβαίος και πάρα πολλοί ακόμα.

Όταν η σκέψη γίνεται δυνατότερη από τις κραυγές

Η ιδιαιτερότητα που έχει τούτος ο στιχουργός και τον ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους, είναι ότι, χωρίς να είναι συνθέτης, ξέρει να διαβάζει τη μουσική. Γράφοντας πάνω σε μια δοσμένη μουσική, αντιλαμβάνεται απόλυτα τον ήχο και το ρυθμό, εμπνέεται και γράφει στίχους που δένουν τόσο αρμονικά απάνω στις νότες, λες και οι στίχοι αυτοί γεννήθηκαν αποκλειστικά για τις μελωδίες αυτές. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα τραγούδια «Κάτω από τη μαρκίζα»  και «Είναι αρρώστια τα τραγούδια», όπου ο λόγος του είναι ουσιαστικός, αργόσυρτος και ακριβής φέρνοντας λυγμό, προσδίδοντας μια συγκινησιακή φόρτιση απόλυτα ταυτισμένη με το συνθετικό τους φόρεμα.


   Ο Ελευθερίου είναι άνθρωπος πολύ διαβασμένος με αγάπη μεγάλη στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, έκδηλη συχνά στα τραγούδια του, όπου χρησιμοποιεί λέξεις θησαυρούς με σημείο αναφοράς το Βυζάντιο αλλά και όλες τις περιόδους της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας. Διαθέτει γερά πατήματα προερχόμενα από τις ιστορικές του γνώσεις, κάνοντας το λόγο του οξύ, διεισδυτικό και επιβλητικό με χρώμα πολιτικό και με πρόθεση κάτι να πει και όχι να δείξει. Ελίσσεται ανάμεσα στο τολμηρά και επικίνδυνα δύσκολο που σου «πειράζει» το μυαλό, προκαλώντας τους στριφνούς λογισμούς, για να καταλήξει στο απλό και να σε προσγειώσει στην πραγματικότητα της εποχής που γράφει.. «Τ' αηδόνια σεχτηκιάσανε στην Τροία που στράγγιξες χαμένα μια γενιά /καλύτερα να σ' έλεγαν Μαρία και να 'σουν ράφτρα μες στην Κοκκινιά / κι όχι να ζεις μ' αυτή την κομπανία και να μην ξέρεις τ' άστρο του φονιά..»


   Μιλάει γλαφυρά για τη μαυρίλα της δικτατορίας, για τα παιδιά που σκοτώθηκαν άδικα, για όσα ζούσαν με το στημένο καρτέρι του θανάτου να τους χτυπάει την πλάτη, αλλά και για όσα ξέφυγαν από το σκληρό ράπισμα του νόμου της ορισμένης στρατιωτικής κυβέρνησης. «Αυτός που σπέρνει δάκρυα και τρόμο θερίζει την αυγή θανατικό/ μαύρα πουλιά τού δείχνουνε το δρόμο/ Κι έχει κρυφή πληγή κοντά στον ώμο, σημάδι μυστικό απ' το κακό πως ξέφυγε απ' ανθρώπους κι απ' τον νόμο». Ψιθυρίζει δυνατά για τη συγκρατημένη χαρά της λαϊκής συνωμοσίας που σκοπό έχει την ανατροπή του καθεστώτος..«Η μοίρα κι ο καιρός το 'χαν ορίσει Παρασκευή το βράδυ στις εννιά κι η νύχτα χίλια χρόνια να γυρίσει /Στο τέλος της γιορτής να τραγουδήσει αυτός που δεν εγνώρισε γενιά / και του λαού την πόρτα να χτυπήσει..»

 
 Εκφράζει το απόλυτο και σπαρακτικό παράπονο του λαού για το άδικο που βιώνει, όπως αυτό προκύπτει από τις άσχημες πολιτικές συγκυρίες, την απελπισία που φτάνει ως την ματαιότητα και τη λειψή ζωή που οδηγείται μοιραία στο θάνατο.. «Το σεργιάνι μας στον κόσμο ήταν δέκα μέτρα γης, όσο πιάνει ένα σπίτι και ο τοίχος μιας αυλής..Παραπονεμένα λόγια έχουν τα τραγούδια μας, γιατί τ' άδικο το ζούμε
μέσα από την κούνια μας..
». Η φαντασία του αποβαίνει δημιουργική και γράφει τραγούδια μεγάλα με χρώμα αληθινό, όπως στο τραγούδι «Του κάτω κόσμου τα πουλιά». Εδώ, παρομοιάζει την Ελλάδα με μια νύφη που ξαγρυπνά, έχει στ΄ αυτιά της κρεμασμένες τις Κυκλάδες και είναι το κρεβάτι της λημέρι του φονιά.


Ο εικονοποιός του έρωτα και της ζωής

Χρησιμοποιεί έντονα τόσο τις παρομοιώσεις, όσο και τις μεταφορές και είναι ικανός να ενώσει την Ελλάδα μέσα σε λίγους στίχους, «Άλλος για Χίο τράβηξε κι άλλος για Μυτιλήνη κι άλλος στης Σύρας τα στενά, αίμα και δάκρυα πίνει..». Χρησιμοποιεί εικόνες που ξυπνάνε την καρδιά και εντάσσει συχνά την αντίθεση μέσα σε μια μόνο φράση, κάνοντας το ανέφικτο, εφικτό.. «Οι ελεύθεροι και ωραίοι ζουν σε κάποιες φυλακές, μες στα τείχη που χει χτίσει ο καθένας για να ζήσει τις μεγάλες του στιγμές…»

Είναι παραστατικός και διαθέτει εξαιρετική ικανότητα να αφηγηθεί την πιο απλή ιστορία με πολύ ζωντανό τρόπο, προσδίδοντας της αξία. Στο τραγούδι «Ναύτης βγήκε στη στεριά» περιγράφει ζωηρά την ερωτική ιστορία ενός ναύτη με φόντο την παραλία, αρπάζοντας και αποδίδοντας μαζί με την μουσική του Σπανού την ένταση και το παιχνίδισμα της στιγμής. «Ναύτης βγήκε στη στεριά και μπροστά μου βγαίνει/ Κύριε των δυνάμεων, τι χρωστώ η καημένη;/ Μου 'πε δυο γλυκόλογα, θέλει να κεράσει
μια βανίλια παγωτό και γλυκό κεράσι.»

   Γίνεται όμως και λυρικός και βγάζει όλη τη ευαισθησία και την πίκρα του ερωτευμένου ανθρώπου που χωρίζει αλλά είναι αξιοπρεπής, που πονάει αλλά στέκεται δυνατός κάτω από το βάρος του χωρισμού «Έχεις μάτια το φεγγάρι κι είναι η νύχτα σπιτικό σου, μα από αυτά που μου ’χεις πάρει, τίποτα δεν είν’ δικό σου..».

   Μέσα από τους στίχους μιλάει αβίαστα και χωρίς ενδοιασμούς για τους αγιασμένους αμαρτωλούς, για την ανθρώπινες αδυναμίες που μας κάνουν να χορεύουμε στο ρυθμό τους, για τη ζήλια, το θυμό, «το μυστικό δέντρο του παραδείσου και το μπαλκονάκι της μικρής ζωής», τους τόπους που χωρίζουν τους ανθρώπους, το Θεό.

Αγάπη από τον καλλιτεχνικό χώρο

  Ο Γιώργος Νταλάρας έχει πει γι’ αυτόν: «Ο Μάνος είναι από τους πιο ακριβούς μου φίλους. Είναι άνθρωπος κλειστός με πολύ ανοιχτό βλέμμα. Πάντα ήταν γείτονάς μου στη Σύρο, στο σπίτι που μένω αλλά κυρίως είναι γείτονάς μου στο τραγούδι. Κατάγεται από αρχοντική οικογένεια χωρίς υλικά αγαθά, χωρίς μεγάλα χρηματικά ποσά, αλλά μ’ όλο αυτόν τον πλούτο.»

  Η Ελένη Τσαλιγοπούλου αναφέρει: «Νιώθω δικαιωμένη που γνωρίζω και ακούω το Μάνο Ελευθερίου. Είναι από τους πιο ροκ και κανονικούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει, με εξαιρετική καρδιά.»

Ο Σταύρος Κουγιουμτζής είχε πει για εκείνον πώς είναι αυθεντικός, σεμνός και με υψηλή αίσθηση της τέχνης σε κάθε της μορφή. Ο Δημήτρης Μητροπάνος τον έχει χαρακτηρίσει ως έναν άνθρωπο διακριτικό και πολύ γλυκό, μ’ ένα γελαστό πρόσωπο που εκπέμπει καλοσύνη και αγάπη.

Ο Μάνος Ελευθερίου είναι ένας ζεστός και γενναιόδωρος άνθρωπος. Τα λόγια των καλλιτεχνών δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι συγκλίνουν και είναι απολύτως αληθινά. Η στιχουργική του συχνά θεωρήθηκε από κάποιους ακαταλαβίστικη, λόγος που τον κατέστησε κατά διαστήματα στο περιθώριο. Αν κοιτάξετε προσεκτικότερα, θα δείτε πως είναι ο πρίγκιπας που μεταμορφώνεται σε μάγκα, με απίστευτη ευελιξία και προσαρμοστικότητα στο λόγο, ικανός να γράψει το πιο δύστροπο και το πιο λαϊκό στίχο την ίδια στιγμή.


  Είναι ένας συλλέκτης στιγμών είτε προσωπικών αυτόφωτων λάμψεων της δικής του διαδρομής είτε του φωτός και των σκοταδιών της ανθρώπινης ύπαρξης γύρω του. Έχει γράψει διηγήματα, παιδικά βιβλία και μυθιστορήματα με πιο γνωστό «Ο καιρός των Χρυσανθέμων», όπου ξετυλίγει την ιδιότητά του ως ανεκδοτολόγου. Αγαπάει πολύ τη γενέτειρά του τη Σύρο και έχει γράψει βιβλία γι’ αυτήν. Έχει εργαστεί ως επιμελητής βιβλίων, αρθογράφος και ραδιοφωνικός παραγωγός.


  Είναι πολύ μοναχικός άνθρωπος και στην όψη μοιάζει μ’ έναν συγκρατημένο και απόμακρο ερημίτη που όμως αναζητά την τρυφερότητα. Ένας στίχος δικός του έρχεται στο νου μας μπρος στη γλυκιά όψη του Μάνου Ελευθερίου… «Δίψασα στην πόρτα σου γι’ αγάπη κι έγειρα γλυκά να κοιμηθώ…» Τούτος ο στίχος είναι η σκέψη που δεν θα πει ποτέ, παρά μονάχα μέσα από το τραγούδι. Ο Μάνος Ελευθερίου ανήκει στο πάνθεον των μεγάλων Ελλήνων στιχουργών, όχι μόνο γιατί γράφει σπουδαία τραγούδια αλλά γιατί ποτέ δεν κοιτάει την επιτυχία στα μάτια, χαμηλώνει το βλέμμα, την προσπερνά και αυτή τον ακολουθεί γοητευμένη…

 Συντάκτης: Δανάη Λιάκου

Δεν υπάρχουν σχόλια: