της Αθηνάς Τερζή
"Όταν σας πιάνει πανικός κι ο ίδιος ο Θεός", μαζέψτε εκείνους που σας νοιάζονται πραγματικά. Θα ακούσετε ιστορίες αληθινές για ήρωες, για μεταξένια σεντόνια, για ανοιχτά παράθυρα, για κείνους που δε μοιάζουν με τους άλλους.
Ο αδελφός μου γνώρισε την Α. στο πανεπιστήμιο. Εκείνος τις γυναίκες τις βαριότανε. Όλες εκείνες οι κοριτσίστικες ορμόνες τον μπέρδευαν, τον εξαντλούσαν. Δεν ήταν άπιστος στις σχέσεις του, μήτε τις άλλαζε με ταχύτητες υαλοκαθαριστήρα αυτοκινήτου. Είναι που ο δόλιος μιλούσε λίγο και σκεφτόταν περισσότερο. Σταράτος και κοφτός, σαν καλογυαλισμένο λουστρίνι, σαν καλοστρωμένος δρόμος.
Την Α. την ξεχώρισε την πρώτη μέρα που πάτησε το πόδι της στο αμφιθέατρο. Ας μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Παραπάτησε κι όπως μπερδεύτηκε σε εκείνο το τεράστιο μάλλινο κασκόλ της, έπεσε με φόρα πάνω του. Του 'σπασε ένα δόντι, του χάλασε τη μόστρα, βρε αδερφέ, εκείνη μάτωσε τα γόνατά της, μα καθώς προσγειώθηκε με δύναμη πάνω του κι έφυγε το χτένι από τα μαλλιά της και λύθηκε ο κότσος της, ο αδελφός μου έχασε τη μιλιά του. Δέθηκε η δική του γλώσσα κότσος με εκείνο το μαύρο χτένι για πάντα, με το Π κεφαλαίο. Μέσα του 90 κι εκείνη δεν ήταν σαν τις άλλες. "Δίχως αντίσταση καμιά της παραδόθηκε", πνίγηκε στις κατάμαυρες μπούκλες, στα χέρια και στα πόδια που δεν ησύχαζαν ποτέ. Τόσο διαφορετικοί και τόσο ίδιοι!
Όταν την χτύπησε το αυτοκίνητο οι γιατροί το ξεκαθάρισαν από την αρχή. "Δε θα ξαναπερπατήσει ποτέ". Κι η ετυμηγορία ήταν βαριά μαχαιριά στη δική της καρδιά και σε εκείνα τα ακούραστα πόδια, που είχαν γεννηθεί για χορό και τρεχάλα. Η Α. το ίδιο απόγευμα κιόλας φώναξε τον Γ. που ήταν δικηγόρος και φίλος καρδιακός και του ζήτησε να εκδώσει το διαζύγιο. Απλά, γρήγορα, ανέξοδα. Να ξαναφτιάξει ο αδελφός μου τη ρημαγμένη του ζωή, να ξαναχορέψει, να ξανατρέξει, να φύγει μακριά της. Να κόψει τα σκοινιά, να σηκώσει την άγκυρα για μακρινά ταξίδια. Δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ για να μην την λυπηθούν, για να μην σκιαχτεί και ξεμείνει μαζί της να την σέρνει στη ζωή του.
Τέλος του Μάρτη, σαν τώρα κι ήμουν παιδί, λίγο πριν την εφηβεία. Και θυμάμαι ακόμη τον ήλιο να τρυπώνει από τα θαμπά τζάμια του νοσοκομείου. Θυμάμαι τις πασχαλιές στο βάζο, απέναντι από το κρεβάτι της. Θυμάμαι τους γονείς να κλαίνε.
Ο αδελφός μου είναι η γυναίκα του σπιτιού. Είναι η ψυχή, είναι η ανάσα των δικών του τετραγωνικών. Είναι σαν όλους τους άλλους άντρες μόνο που έχει δυο ζευγάρια πόδια. Δυνατά τα μπήγει στη γη και μοιάζουν με κορμούς δέντρων, καθώς τη σηκώνει στα χέρια του για να την ξαπλώσει στο κρεβάτι, να την βάλει στο αυτοκίνητο, να την αποκοιμίσει, να της δείξει τη θάλασσα. "Δεν έχει κουραστεί να την αγαπά". Ο αδελφός μου είναι η γυναίκα του σπιτιού, γιατί κάθε φορά που εκείνη παραιτείται και του λέει να χωρίσουν εκείνος προσπαθεί να της αλλάξει γνώμη. Όταν του φωνάζει να φύγει για να γλιτώσει, εκείνος δεν την αφήνει να ξεχάσει. Ο αδελφός μου είναι η γυναίκα του σπιτιού, γιατί δεν μετάνιωσε και δεν ντράπηκε ποτέ. Κι εκείνη απομένει να τον κοιτάζει με εκείνα τα μεγάλα σκούρα καστανά μάτια της. Τον χαϊδεύει με εκείνες τις κατάμαυρες μπούκλες της. Μισή γυναίκα, μισός άνθρωπος. Σαν κάτι ταλαιπωρημένες παιδικές κούκλες. Όμως...
Ο αδελφός μου είναι ο άντρας του σπιτιού. Ένα βουνό αμετακίνητο. Ένα κομμάτι βράχος. Η καληνύχτα στα σκοτάδια της. Το χάδι στα μαλλιά της. Το μαξιλάρι στο κρεβάτι της. Οι πιτζάμες στην κρεμάστρα της. Τα πουκάμισα στην ντουλάπα της. Ο καφές στα πρωινά της. Το τσιγάρο στα δάχτυλά της. Είναι το πιάτο στο τραπέζι της. Είναι τα φτερά στα πόδια της. Είναι η δεύτερη ευκαιρία. Η ζωή που δεν χάθηκε. Είναι το φως που καίει ασταμάτητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου