Όσοι βρίσκονται ανάμεσα στα 25
και στα 30, αυτοί που με το που ενηλικιώθηκαν τους έσκασε η κρίση στα
μούτρα, έχουν συνηθίσει να ακούνε πως ανήκουν στην κατηγορία “χαμένη
γενιά”. Σε αυτή την κατηγορία των οιονεί αιώνιων εφήβων που τελείωσαν το
σχολείο, πήραν πτυχία, έκαναν μεταπτυχιακά, κάποιοι και διδακτορικά και
είτε είναι άνεργοι, είτε υπο-απασχολούμενοι, είτε κάνουν δουλειές του
ποδαριού, είτε έφυγαν για μέρη ξένα ως “οverqualified”
(υπερκαταρτισμένοι) οικονομικοί μετανάστες. Και τα λένε με τη μάνα, το
σόι και όσους έμειναν πίσω στο skype τα βράδια, και επιστρέφουν τα
καλοκαίρια για διακοπές, τραβάνε selfies στα νησιά, τις βάζουν
background σε κινητά και λάπτοπ και παρηγορούνται μέχρι του χρόνου.
Η Χρύσα, ο Γιάννης, η Νίκη, η Μαρία, ο Χρήστος, ο Αλέξανδρος, η Ελπίδα, η Ντίνα, ο Άρης, ο άλλος ΄Αρης, ο Πάνος -που για λόγους συντομίας θα ονομάζουμε εφεξής "χαμενογενάκια"- είχαν φάει πακέτο. Κάποια στιγμή το '14 θέλησαν να πείσουν τα “χαμενογενάκια”, ότι λίγο το σαξές στόρι, λίγο ο Αντώνης ο Σαμαράς, λίγο που ήταν καλοί μαθητές και ήρθε η ανάπτυξη, λίγο που πήγε καλά ο τουρισμός, θα δημιουργηθούν θέσεις εργασίας και θα δοθεί επιτέλους “τόπος στα νιάτα” και στη “νεανική επιχειρηματικότητα” και θα ξαναπάνε Μύκονο...
Ότι ούτε λίγο ούτε πολύ, έφαγαν επιτέλους τον γάιδαρο και να μην κολλάνε στην ουρά... Τελικά η ουρά ήταν ένας ακόμη γάιδαρος. Αν εξαιρέσουμε λοιπόν το καλοκαίρι που άνοιξαν οι δουλειές με τους τουρίστες και μερικά “χαμενογενάκια” κουτσοβολεύτηκαν για τη σεζόν και πήραν τον αλμυρό αέρα τους, τα “χαμενογενάκια” από Σεπτέμβριο μετά τα πρωτοβρόχια επέστρεψαν στο παιδικό τους δωμάτιο, τη βγάζουν με ελάχιστα και “ε, τι τα ρωτάς Μαρία μου, ψάχνει το παιδί, αλλά εντάξει προς το παρόν δουλεύει μαύρα στου τάδε για 400 ευρώ. Ναι εντάξει, δωδεκάωρο, ασχολείται με κάτι όμως. Τι να κάνουμε; Τα παιδιά της Ελένης είναι και τα δύο άνεργα...”.
Δύο είναι οι βασικές πληγές των νέων σήμερα, η “απασχόληση” και η “επιχειρηματικότητα”:
Πληγή πρώτη: “απασχόληση”. Tι απασχόληση ρε φίλε, λες και πρόκειται για χομπίστες. Το κόνσεπτ “δουλεύουμε και πρέπει να βγάζουμε λεφτά με τα οποία θα μπορούμε να ζούμε” ούτε που τους περνάει από το μυαλό... Άν ήθελαν χόμπι θα έπλεκαν, θα μάζευαν γραμματόσημα, θα πήγαιναν για ράφτινγκ σε κάνα ποτάμι. Δεν θα πήγαιναν να δουλέψουν για ψίχουλα, όπως κάνει ο “Νίκος, 25 ετών, πτυχιούχος, κάτοχος μεταπτυχιακού” στην περσινή καμπάνια της ΟΝΝΕΔ για το σαξές στόρι με τίτλο “Δούλεψέ το”. Και το να τυλίγεις σουβλάκια όπως ο “Νίκος” στο σποτάκι δεν είναι ντροπή. Απλώς όταν έχεις επενδύσει κόπο και χρήμα, έχουν χρεωθεί οι γονείς σου για να σπουδάσεις, το χαρτί στην κορνίζα σε περίοπτη θέση του σπιτιού σε μουντζώνει κάθε φορά που περνάς από μπροστά.
Πληγή δεύτερη: “επιχειρηματικότητα”. Την επιχειρηματικότητα ή την κληρονομείς από τον μπαμπά ή γίνεται μέσα από ένα οργανωμένο σχέδιο με κρατική υποστήριξη σε χρήμα και άλλες ευκολίες. Εκτός κι αν είσαι ο ένας στους χίλιους που θα φτιάξεις το σούπερ απλικέισο ή θα κατοχυρώσεις την πατέντα για την κάπα που σε κάνει αόρατο σαν εκείνη του Χάρι Πότερ. Η αλήθεια για το “επιχειρείν” στην Ελλάδα είναι ότι τα τελευταία χρόνια έκλεισαν οι περισσότερες μικρές επιχειρήσεις, και με βάση τις τραπεζικές μελέτες μέλλον έχουν μόνον οι μεγάλες επιχειρήσεις, θυγατρικές μεγάλων πολυεθνικών, οι οποίες μάλιστα θέλουν για υπαλλήλους κυρίως πωλητές, κουβαλάιζερς και σεκιουριτάδες.
Το μοντέλο ανάπτυξης στην Ελλάδα είναι τέτοιο που αυτά παράγει. Μικρή επιχείρηση σημαίνει πουλάω ή φρεντοτσίνους ή πιτόγυρα. Αυτού του είδους οι επιχειρήσεις δεν είναι ούτε innovative (καινοτόμες αλλά με περισσότερο γκλάμουρ) ούτε τίποτα. Είναι η παλιά Ελλάδα πού υπήρχε μέχρι το 2009, με ξεφτίλικους μισθούς.
Η επιχειρηματικότητα, την οποία αρέσκονται να πουλάνε στα “χαμενογενάκια” ως όραμα, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη χρηματοδότηση της Παιδείας και της Έρευνας. Ενδεικτικά και στον φετινό προυπολογισμό όπως και στους τέσσερις προηγούμενους των λεγόμενων “μνημονιακών χρόνων”, μειώνεται και η χρηματοδότηση της Παιδείας και το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Άρα να μην μας πουλάνε φύκια για μεταξωτές κορδέλες.
Όλα τα παραπάνω, τα “χαμενογενάκια” τα καταλαβαίνουν, δεν είναι χαζά -είπαμε έχουν μια βαλίτσα μεταπτυχιακά και σεμινάρια- είναι μεγαλωμένα σε μια χώρα που και καλά ήταν σε θέση να κάνει Ολυμπιακούς αγώνες, μια χώρα του “σκληρού πυρήνα της Ε.Ε.”, έτσι τους λέγανε οι γονείς τους και οι κυβερνήσεις της ανταγωνιστικότητας, του επιχειρείν, της ευελιξίας, των μεταρρυθμίσεων, του εκσυχρονισμού που ψήφιζαν οι γονείς τους. Αν δεν αλλάξουν άμεσα και δραστικά τα πράγματα, δύσκολα τα “χαμενογενάκια” θα χαμογελάσουν. Θα είναι μια γενιά βυθισμένη στην οργή, στην αδικία, στα απωθημένα.
Οι Μουσικές Ταξιαρχίες όταν τα “χαμενογενάκια” δεν είχαν ακόμη γεννηθεί το είχαν θέσει προφητικά “Μικροαστοί θα σας φάνε τα παιδιά σας ζωντανούς, κανίβαλοι θα γίνουνε”.
Η Αναστασία Γιάμαλη είναι δημοσιογράφος στην «Αυγή»
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών
Η Χρύσα, ο Γιάννης, η Νίκη, η Μαρία, ο Χρήστος, ο Αλέξανδρος, η Ελπίδα, η Ντίνα, ο Άρης, ο άλλος ΄Αρης, ο Πάνος -που για λόγους συντομίας θα ονομάζουμε εφεξής "χαμενογενάκια"- είχαν φάει πακέτο. Κάποια στιγμή το '14 θέλησαν να πείσουν τα “χαμενογενάκια”, ότι λίγο το σαξές στόρι, λίγο ο Αντώνης ο Σαμαράς, λίγο που ήταν καλοί μαθητές και ήρθε η ανάπτυξη, λίγο που πήγε καλά ο τουρισμός, θα δημιουργηθούν θέσεις εργασίας και θα δοθεί επιτέλους “τόπος στα νιάτα” και στη “νεανική επιχειρηματικότητα” και θα ξαναπάνε Μύκονο...
Ότι ούτε λίγο ούτε πολύ, έφαγαν επιτέλους τον γάιδαρο και να μην κολλάνε στην ουρά... Τελικά η ουρά ήταν ένας ακόμη γάιδαρος. Αν εξαιρέσουμε λοιπόν το καλοκαίρι που άνοιξαν οι δουλειές με τους τουρίστες και μερικά “χαμενογενάκια” κουτσοβολεύτηκαν για τη σεζόν και πήραν τον αλμυρό αέρα τους, τα “χαμενογενάκια” από Σεπτέμβριο μετά τα πρωτοβρόχια επέστρεψαν στο παιδικό τους δωμάτιο, τη βγάζουν με ελάχιστα και “ε, τι τα ρωτάς Μαρία μου, ψάχνει το παιδί, αλλά εντάξει προς το παρόν δουλεύει μαύρα στου τάδε για 400 ευρώ. Ναι εντάξει, δωδεκάωρο, ασχολείται με κάτι όμως. Τι να κάνουμε; Τα παιδιά της Ελένης είναι και τα δύο άνεργα...”.
Δύο είναι οι βασικές πληγές των νέων σήμερα, η “απασχόληση” και η “επιχειρηματικότητα”:
Πληγή πρώτη: “απασχόληση”. Tι απασχόληση ρε φίλε, λες και πρόκειται για χομπίστες. Το κόνσεπτ “δουλεύουμε και πρέπει να βγάζουμε λεφτά με τα οποία θα μπορούμε να ζούμε” ούτε που τους περνάει από το μυαλό... Άν ήθελαν χόμπι θα έπλεκαν, θα μάζευαν γραμματόσημα, θα πήγαιναν για ράφτινγκ σε κάνα ποτάμι. Δεν θα πήγαιναν να δουλέψουν για ψίχουλα, όπως κάνει ο “Νίκος, 25 ετών, πτυχιούχος, κάτοχος μεταπτυχιακού” στην περσινή καμπάνια της ΟΝΝΕΔ για το σαξές στόρι με τίτλο “Δούλεψέ το”. Και το να τυλίγεις σουβλάκια όπως ο “Νίκος” στο σποτάκι δεν είναι ντροπή. Απλώς όταν έχεις επενδύσει κόπο και χρήμα, έχουν χρεωθεί οι γονείς σου για να σπουδάσεις, το χαρτί στην κορνίζα σε περίοπτη θέση του σπιτιού σε μουντζώνει κάθε φορά που περνάς από μπροστά.
Πληγή δεύτερη: “επιχειρηματικότητα”. Την επιχειρηματικότητα ή την κληρονομείς από τον μπαμπά ή γίνεται μέσα από ένα οργανωμένο σχέδιο με κρατική υποστήριξη σε χρήμα και άλλες ευκολίες. Εκτός κι αν είσαι ο ένας στους χίλιους που θα φτιάξεις το σούπερ απλικέισο ή θα κατοχυρώσεις την πατέντα για την κάπα που σε κάνει αόρατο σαν εκείνη του Χάρι Πότερ. Η αλήθεια για το “επιχειρείν” στην Ελλάδα είναι ότι τα τελευταία χρόνια έκλεισαν οι περισσότερες μικρές επιχειρήσεις, και με βάση τις τραπεζικές μελέτες μέλλον έχουν μόνον οι μεγάλες επιχειρήσεις, θυγατρικές μεγάλων πολυεθνικών, οι οποίες μάλιστα θέλουν για υπαλλήλους κυρίως πωλητές, κουβαλάιζερς και σεκιουριτάδες.
Το μοντέλο ανάπτυξης στην Ελλάδα είναι τέτοιο που αυτά παράγει. Μικρή επιχείρηση σημαίνει πουλάω ή φρεντοτσίνους ή πιτόγυρα. Αυτού του είδους οι επιχειρήσεις δεν είναι ούτε innovative (καινοτόμες αλλά με περισσότερο γκλάμουρ) ούτε τίποτα. Είναι η παλιά Ελλάδα πού υπήρχε μέχρι το 2009, με ξεφτίλικους μισθούς.
Η επιχειρηματικότητα, την οποία αρέσκονται να πουλάνε στα “χαμενογενάκια” ως όραμα, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη χρηματοδότηση της Παιδείας και της Έρευνας. Ενδεικτικά και στον φετινό προυπολογισμό όπως και στους τέσσερις προηγούμενους των λεγόμενων “μνημονιακών χρόνων”, μειώνεται και η χρηματοδότηση της Παιδείας και το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Άρα να μην μας πουλάνε φύκια για μεταξωτές κορδέλες.
Όλα τα παραπάνω, τα “χαμενογενάκια” τα καταλαβαίνουν, δεν είναι χαζά -είπαμε έχουν μια βαλίτσα μεταπτυχιακά και σεμινάρια- είναι μεγαλωμένα σε μια χώρα που και καλά ήταν σε θέση να κάνει Ολυμπιακούς αγώνες, μια χώρα του “σκληρού πυρήνα της Ε.Ε.”, έτσι τους λέγανε οι γονείς τους και οι κυβερνήσεις της ανταγωνιστικότητας, του επιχειρείν, της ευελιξίας, των μεταρρυθμίσεων, του εκσυχρονισμού που ψήφιζαν οι γονείς τους. Αν δεν αλλάξουν άμεσα και δραστικά τα πράγματα, δύσκολα τα “χαμενογενάκια” θα χαμογελάσουν. Θα είναι μια γενιά βυθισμένη στην οργή, στην αδικία, στα απωθημένα.
Οι Μουσικές Ταξιαρχίες όταν τα “χαμενογενάκια” δεν είχαν ακόμη γεννηθεί το είχαν θέσει προφητικά “Μικροαστοί θα σας φάνε τα παιδιά σας ζωντανούς, κανίβαλοι θα γίνουνε”.
Η Αναστασία Γιάμαλη είναι δημοσιογράφος στην «Αυγή»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου